- ἀπαιδαγώγητος
- ἀ-παιδ-αγώγητος, ohne Führer, unerzogen, ungebildet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀπαιδαγώγητος — without teacher masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαιδαγώγητος — η, ο (Α ἀπαιδαγώγητος, ον) αυτός που δεν έτυχε αγωγής, αμόρφωτος, απαίδευτος αρχ. 1. όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο 2. εκείνος που δεν έχει εκπαιδευτεί σε κάτι … Dictionary of Greek
απαιδαγώγητος — η, ο αμόρφωτος, ανάγωγος: Φαινόταν πως το παιδί είχε μεγαλώσει απαιδαγώγητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαιδαγωγήτως — ἀπαιδαγώγητος without teacher adverbial ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητον — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc sg ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγωγήτους — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγωγήτων — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητα — ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητοι — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)